- ισοφαρίζω
- 1. μετ. уравнивать (по количеству); сквитать счёт;2. αμετ. сравниваться, равняться; становиться равным, уравниваться (по количеству)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ισοφαρίζω — ισοφαρίζω, ισοφάρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ισοφαρίζω — (ΑΜ ἰσοφαρίζω) 1. εξισώνω ποσοτικά κάτι προς κάτι άλλο, αντισταθμίζω («ισοφαρίζω τα έξοδά μου προς τα έσοδα») 2. εξισώνομαι, γίνομαι ίσος ποσοτικά με κάποιον («κέρδη και ζημίες ισοφαρίζουν») νεοελλ. (αθλ.) επιτυγχάνω το ίδιο αποτέλεσμα στη… … Dictionary of Greek
ισοφαρίζω — ισοφάρισα, ισοφαρίστηκα, ισοφαρισμένος 1. μτβ., εξισώνω ποσοτικά κάτι με κάτι άλλο, αντισταθμίζω. 2. αμτβ., εξισώνομαι, γίνομαι ίσος: Η ομάδα μας ισοφάρισε στο τελευταίο λεπτό του αγώνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰσοφαρίζει — ἰσοφαρίζω match oneself with pres ind mp 2nd sg ἰσοφαρίζω match oneself with pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοφαρίζον — ἰσοφαρίζω match oneself with pres part act masc voc sg ἰσοφαρίζω match oneself with pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοφαρίζειν — ἰσοφαρίζω match oneself with pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοφαρίζεις — ἰσοφαρίζω match oneself with pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοφαρίζοντες — ἰσοφαρίζω match oneself with pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοφαρίζων — ἰσοφαρίζω match oneself with pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντισοφαρίζω — ἀντί ἰσοφαρίζω match oneself with pres subj act 1st sg ἀντί ἰσοφαρίζω match oneself with pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοφάρισεν — ἰ̱σοφάρισεν , ἰσοφαρίζω match oneself with aor ind act 3rd sg ἰσοφαρίζω match oneself with aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)